- διαφωνίας
- διαφωνίᾱς , διαφωνίαdiscordfem acc plδιαφωνίᾱς , διαφωνίαdiscordfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Procès des Six — Déposition du colonel Passaris, ancien sous chef de l État major, témoignant pour l accusation Le procès des Six est un procès qui s est déroulé en Grèce en octobre novembre 1922, à l issue de la guerre gréco turque et de la Grande catastrophe ( … Wikipédia en Français
АГРИППА — АГРИППА (Ἀγρίππα) (1 в. до н. э./1 в. н. э.), философ скептик, последователь Энесидема. А. традиционно приписывают 5 скептических «тропов» (от греч. τρόπος способ, модус) воздержания от суждений. Согласно изложению у Диогена Лаэртия (IX 88… … Античная философия
ORTHOGRAPHIA — pars altera Grammaticae Technicae five Methodicae, de Scriptione est. Exsequuti eam diligenter sunt eruditissimi Grammatici tum Graeci, tum Latini: e Graecis Didymus, Tryphon, Herodianus, Eudaemon, Arcadius, Hyperchio et tor alii, quos laudant… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
διαφωνόμετρο — το τηλεπ. όργανο ηλεκτρικών μετρήσεων που επιτρέπει την εκτίμηση τών επιδράσεων τής διαφωνίας στα τηλεφωνικά κυκλώματα … Dictionary of Greek
επίλογος — ο (AM ἐπίλογος) 1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου 2. συμπέρασμα νεοελλ. αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος τής διαφωνίας ήταν ο φόνος») μσν. μαγική επωδή, ξόρκι αρχ. 1. το τέλος τού δράματος, έξοδος 2. επεξηγηματική… … Dictionary of Greek
επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… … Dictionary of Greek
επιδιαιτησία — η διαιτησία σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας διαιτητών ή εμπειρογνωμόνων … Dictionary of Greek
επιδιαιτητής — ο [διαιτητής] διαιτητής ο οποίος ορίζεται από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές ή σύμφωνα με σύμβαση διαιτησίας σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας διαιτητών ή εμπειρογνωμόνων … Dictionary of Greek